Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ενοίκι [ουσ ουδ.] ενόργανος [επίθ.]
ενοικιάζεται [ρ. απρ.] ενορία {ενοριών}
ενοικιάζομαι [ρ. παθ.] ενοριακός [επίθ.]
ενοικιάζω {ενοικίασ-... ενορίτης [ουσ αρσ ]
ενοικίαση [-εις] ενορίτις [θηλ.ουσ]
ενοικιάσιμος [επίθ.] ενορίτισσα {ενοριτισσ...
ενοικιαστές [ουσ αρσ πληθ.] ένορκοι [ουσ αρσ πληθ.]
ενοικιαστήριο {ενοικιαστ... ένορκος [επίθ.]
ενοικιαστής [ουσ αρσ ] ένορκος [ουσ αρσ ]
ενοικιάστρια {ενοικιαστ... ενορχηστρωμένος [επίθ.]
ενοίκιο {ενοικί-ου... ενορχηστρώνω (ενορχήστρ...
ενοικιοστάσιο {ενοικιοστ... ενορχήστρωση {-ης κ. -ώ...
ένοικος {ενοίκ-ου ... ενορχηστρωτής [ουσ αρσ ]
ενοικώ [-είς, -εί... ενορώ [-άς, -ά]
ένοπλος [επίθ.] ενόστωσις [θηλ.ουσ]
ενοποιημένος [επίθ.] ενόσω [σύνδ.]
ενοποίηση {-ης κ. -ή... ενότητα [θηλ.ουσ]
ενοποιητικός [επίθ.] ενούρηση [θηλ.ουσ]
ενοποιός [επίθ.] ενούρησις [θηλ.ουσ]
ενοποιούμαι [ρ. παθ.] ενοφθαλμίζω (ενοφθάλμι...
ενοποιώ {ενοποιείς... ενοχή [θηλ.ουσ]
ενόραση {-ης κ. -ά... ενοχλεύω [ρ. μτβ.]
ενόρασις [θηλ.ουσ] ενόχλημα [ουσ ουδ.]
ενορατικά [επίρ.] ενοχλημένος [επίθ.]
ενορατικός [επίθ.] ενόχληση [-εις]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: