Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενοχή  
ουσιαστικό θηλυκό

colpevole`zza ~f~, colpa ~f~ διαπιστώθηκε η ενοχή του == è stata accertata la sua colpevolezza | αισθάνομαι ενοχή που τον μίλησα άσχημα == mi sento in colpa perché gli ho parlato male | αισθήματα ενοχής == sensi di colpa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενοφθαλμίζω ενοχλεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---