Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενοχλούμαι
ρήμα παθητικό

1 disturba`rsi
2 infastidi`rsi
3 irrita`rsi
4 preoccupa`rsi
5 secca`rsi
6 tedia`rsi

ενοχλώ  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

disturba`re, infastidi`re, importuna`re, dare fasti`dio / no`ia παρακαλώ, μην ενοχλείτε == si prega di non disturbare | αυτός o θόρυβος με ενοχλεί == questo rumore mi infastidisce / mi dà fastidio / mi dà noia | μη μ' ενοχλείς! == non mi dare fastidio! | συγνώμη που Σας ενοχλώ τέτοιαν ώρα == mi scusi se La importuno a quest'ora! | Σας ενοχλεί να καπνίσω; == La disturbo / Le dà fastidio se fumo? | μ' ενοχλεί λίγο το στομάχι μου == ho qualche disturbo allo stomaco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενοχλητικώτερος ενοχοποίηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---