Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενσαρκώνομαι
ρήμα παθητικό incarnarsi ενσαρκώνω ρήμα μεταβατικό 1 incarna`re, interpreta`re, impersona`re ενσάρκωσε το ρόλο της Αντιγόνης == ha incarnato il personaggio di Antigone 2 ((figurato)) incarna`re, personifica`re ενσάρκωνε τα ιδεώδη της εποχής του == incarnava / personificava gli ideali del suo tempo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |