Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενσπείρω  
ρήμα μεταβατικό

1 trasemina`re
2 ((figurato)) semina`re ενσπείρω ζιζάνια == seminare zizzania | ανησυχητικές διαδόσεις ενέσπειραν πανικό στο πλήθος == voci allarmistiche seminarono il panico tra la folla

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενσκήπτω ενσταβλισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---