Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενσταλάζομαι
ρήμα παθητικό


ενσταλάζω  
ρήμα μεταβατικό

instilla`re ((anche in senso figurato)) ενστάλαξαν μίσος στην ψυχή τούς == instillarono odio nel loro animo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενσταλαγμένος ενστάλαξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---