Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόένστικτο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 isti`nto ~m~ το γενετήσιο ένστικτο == l'istinto sessuale 2 isti`nto, intu`ito το ένστικτό μου δεν με γελάει ποτέ == il mio istinto non mi tradisce mai | ενεργώ από ένστικτο == agire d'istinto | αλάνθαστο ένστικτο == intuito infallibile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |