Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόένταλμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 diritto manda`to ~m~ ένταλμα συλλήψεως == mandato di cattura 2 commercio o`rdine ~m~ ένταλμα πληρωμής == ordine di pagamento permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο ένταλμα ερεύνης = mandato [αρσ.] di perquisizione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |