Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόένταξη
ουσιαστικό θηλυκό inserime`nto ~m~, integrazio`ne ~f~, accessio`ne ~f~, adesio`ne ~f~ η ένταξη ενός νέου στην κοινωνία == l'inserimento di un giovane nella società | ένταξη στο σχέδιο πόλεως == inserimento nel piano regolatore | η ένταξη μιας χώρας στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση == l'adesione di un paese all'Unione Europea permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |