Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντάρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ((popolare)) ne`bbia ~f~ 2 ((popolare)) ((figurato)) agitazio`ne ~f~; tumu`lto ~m~ scompi`glio ~m~ εντάρα ουσιαστικό θηλυκό variante di [αντάρα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |