Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανταποκρίνομαι  
ρήμα παθητικό

1 corrispo`ndere; rispo`ndere; e`ssere adegua`to (a) ανταποκρίνομαι στα (συν)αισθήματα (κάποιου)==corrispondere ai sentimenti (di qualcuno) | αυτό που λές δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια==quello che dici non corrisponde a verità | το αποτέλεσμα δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου==il risultato non corrisponde alla mie aspettative
2 asso`lvere; ade`mpiere; fare fronte δεν μπορώ να ανταποκριθώ σε τόσα έξοδα==non riesco a far fronte a tutte queste spese | ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου==assolvere ai propri doveri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανταποδοτικότητα ανταπόκριση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ανταπόκρινομαι τις υποχρεώσεις μου = compiere il proprio dovere


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---