Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντάρτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 partigia`no ~m~; guerriglie`ro ~m~
2 ανυπάκουος ribe`lle ~m~; disubbidie`nte ~m~; indisciplina`to ~m~

αντάρτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αντάρτης ^-η, ο^]
2 partigia`na ~f~; guerriglie`ra ~f~
3 [ανυπάκουος] ribe`lle ~f~; disubbidie`nte ~f~; indisciplina`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανταρσία αντάρτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---