Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανταριασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ανταριάζω]
2 annebbia`to
3 caligino`so
4 fosco
5 nebbio`so
6 offusca`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντάριασμα Ανταρκτική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---