Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανταπόκριση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 corrisponde`nza ~f~; contracca`mbio ~m~ οι ιδέες του δεν βρήκαν ανταπόκριση στις μάζες==le sue idee non trovarono corrispondenza tra le masse | έρωτας χωρίς ανταπόκριση==amore non corrisposto
2 giornalismo corrisponde`nza ~f~ ανταπόκριση από το εξωτερικό==corrispondenza dall'estero
3 trasporti coincide`nza ~f~ έχασα την ανταπόκριση για Θεσσαλονίκη==ho perso la coincidenza per Salonicco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανταποκρίνομαι ανταποκριτής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---