Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεντάσσομαι
ρήμα παθητικό inseri`rsi, integra`rsi, inquadra`rsi, rientra`re πρωτοβουλία που εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο == un'iniziativa che si inquadra in un piano più generale | αυτό δεν εντάσσεται στα άμεσα σχέδιά μου == ciò non rientra nei miei piani più immediati εντάσσω ρήμα μεταβατικό inseri`re, integra`re, inquadra`re εντάσσω στο σχέδιο πόλεως == inserire nel piano regolatore | εντάσσω ένα συγγραφέα στη λογοτεχνία της εποχής του == inquadrare un autore nella letteratura del suo tempo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |