Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εντείνομαι
ρήμα παθητικό

1 giganteggia`re
2 intensifica`rsi
3 rinforza`re
4 rinforza`rsi
5 sviluppa`rsi

εντείνω  
ρήμα μεταβατικό

1 te`ndere, tira`re εντείνω ένα τόξο == tendere un arco
2 ((figurato)) intensifica`re, re`ndere più inte`nso, rafforza`re εντείνω τις προσπάθειές μου == intensificare i propri sforzi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενταφιασμός εντείνων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---