Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εντέλεια  
ουσιαστικό θηλυκό

perfezio`ne ~f~, compiute`zza ~f~, finite`zza ~f~ έγιναν όλα στην εντέλεια == è stato fatto tutto alla perfezione / a puntino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εντέλει εντελέχεια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---