Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόένταση
ουσιαστικό θηλυκό 1 tensio`ne ~f~, il te`ndere ~m~ ένταση χορδής == tensione di una corda 2 fisica intensità ~f~ ένταση ήχού == intensità del suono 3 ((figurato)) intensità ~f~, viole`nza ~f~, forza ~f~ ένταση του ψύχους == intensità del freddo | ένταση της βροχής == violenza della pioggia | άνεμοι εντάσεως 8 μποφόρ == vento forza otto | χαμηλώνω την ένταση του ραδιοφώνού == abbassare il volume della radio 4 ((figurato)) tensio`ne ~f~ υπάρχει συνεχής ένταση στις σχέσεις τούς == fra quei due c'è una tensione continua έντασις ουσιαστικό θηλυκό forma letteraria di [ένταση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |