Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενσάρκωση  
ουσιαστικό θηλυκό

incarnazi`one ~f~ είναι η ενσάρκωση του κακού == è l'incarnazione del male

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενσαρκώνω ένσημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---