Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενόχληση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 distu`rbo ~m~ ζητώ συγνώμη για την ενόχληση == chiedere scusa per il disturbo
2 distu`rbo ~m~, fasti`dio ~m~ έχω ενοχλήσεις στην καρδιά == avere dei disturbi al cuore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενοχλημένος ενοχλητικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---