Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 unità ~f~ εθνική ενότητα == unità nazionale | ενότητα τόπού, χρόνου και δράσης == unità di tempo, di luogo e di azione 2 [συμφωνία] conco`rdia ~f~, armoni`a ~f~, unio`ne ~f~ υπάρχει ενότητα μεταξύ τούς == tra di loro regna la concordia 3 ενοποίηση unità ~f~, unio`ne ~f~, unificazio`ne ~f~ η ενότητα των εκκλησιών == l'unificazione delle chiese 4 τόμος, τομή unità ~f~ τo βιβλίο χωρίζεται σε δέκα ενότητες == il libro è diviso in dieci unità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |