Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενοποιούμαι
ρήμα παθητικό concentra`rsi, f`ondersi, unifica`rsi ενοποιώ ρήμα μεταβατικό unifica`re, uni`re ενoπoίησαν τις δυνάμεις τούς == unirono le loro forze | ενoπoιώ τις υπηρεσίες ενός υπουργείoυ == accorpare i servizi di un ministero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |