Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

unificazio`ne ~f~, unità ~f~ η ενoπoίηση της Ιταλίας == l'unificazione dell'Italia | ενοποίηση εταιρειών == fusione di due o più società | η ευρωπαϊκή ενοποίηση == l'integrazione europea

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενοποιημένος ενοποιητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---