Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενορίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

parrocchia`no ~m~

ενορίτις
ουσιαστικό θηλυκό

((letterario)) femminile di [ενορίτης ^-η, ο^]

ενορίτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ενορίτης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενοριακός ένορκοι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---