Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόένορκοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός giuri`a ~f~ κυριoι ένορκοι == signori della giuria ενορχηστρώνω ένορκος επίθετο che viene fatto sotto giuramento ένορκη κατάθεση == deposizione sotto giuramento ένορκος ουσιαστικό αρσενικό diritto giura`to, giu`dice popola`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |