Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενορχηστρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 mettere in partitura
2 arrangiare
3 concertare
4 orchestrare
5 strumentalizzare
6 strumentare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενορχηστρωμένος ενορχήστρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---