Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενοικιάζεται
ρήμα απρόσωπο si loca, aff`ittasi ενοικιάζομαι ρήμα παθητικό ενοικιάζω ρήμα μεταβατικό 1 affitta`re, pre`ndere in affi`tto νoικιάσαμε ένα σπίτι στο βουνό == abbiamo affittato / preso in affitto una casa in montagna 2 affitta`re, dare in affi`tto αρνείται να νοικιάσει τo διαμέρισμά του == si rifiuta di affittare / dare in affitto il suo appartamento 3 di mezzi di trasporto noleggia`re, dare / pre`ndere a nole`ggio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |