Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενοικιαστής  
ουσιαστικό αρσενικό

locata`rio ~m~ , affittua`rio ~m~

ενοικιάστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ενοικιαστής ^-ή, ο^]
2 affittua~m~ria ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενοικιαστήριο ενοίκιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---