Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εννοούμαι
ρήμα παθητικό


εννοώ  
ρήμα μεταβατικό

1 inte`ndere, ave`re in mente δεν εννοούσα αυτόν, αλλά εσένα == non intendevo lui, ma te
2 inte`ndere, capi`re δεν ξέρω αν με εννοείς == non so se intendi bene ciò che ti sto dicendo | δε θα ανεχτώ άλλη καθυστέρηση, με εννοήσατε; == non ammetto altri ritardi, mi ha / avete inteso bene? | δυσκολεύoμαι να Σας εννοήσω == mi riesce difficile capirLa
3 inte`ndere, prete`ndere, esi`gere δεν εννοώ να με κοροϊδεύει κανείς! == non intendo essere preso in giro da nessuno! | εννοώ να με σέβονται == esigo che non mi si manchi di rispetto
4 inte`ndere, voler dire, significa`re τι εννοεί στην πραγματικότητα; == cosa intende veramente dire? | δεν καταλαβαίνω τι εννοείς == non capisco cosa vuoi dire | τι εννοεί αυτή η φράση; == che significa questa frase?
5 inte`ndere, ave`re l'intenzio`ne δεν εννοεί ν'αλλάξει γνώμη == non intende cambiare idea
6 int`endere, accenn`are αυτή η βροχή δεν εννοεί να σταματήσει == questa pioggia non intende cessare / non accenna a cessare
7 ((impersonale)) si inte`nde, si capi`sce εννοείται ότι θα σε υποστηρίξω == si intende / si capisce che ti sosterrò

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έννομος εννοσσιεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---