Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ελεγεία {ελεγειών} ελεημονικός [επίθ.]
ελεγειακός [επίθ.] ελεημονώ {ελεημονεί...
ελεγείο [ουσ ουδ.] ελεημοσύνη {χωρ. γεν....
ελεγκτής {ελεγκτριώ... ελεήμων {ελεήμ-ονο...
ελεγκτικός [επίθ.] ελεητικά [επίρ.]
ελέγκτρια {ελεγκτριώ... ελεητικός [επίθ.]
ελέγξιμος [επίθ.] έλεος {ελέ-ους |...
ελεγχθείς [επίθ.] έλεος! [επιφ.]
ελέγχομαι Ρ αόρ. έλε... ελεύθερα [επίρ.]
ελεγχόμενος [επίθ.] ελευθερία [θηλ.ουσ]
έλεγχος {ελέγχ-ου ... ελευθεριά {ελευθεριώ...
ελέγχω {έλεγξα (λ... ελευθεριάζω {μτχ. ενεσ...
ελέγχων [επίθ.] ελευθέριος {-ου κ. -ί...
ελεεινά [επίρ.] ελευθεριότητα {χωρ. πληθ...
ελεεινολογούμαι [ρ. παθ.] ελεύθερος [επίθ.]
ελεεινολογώ {ελεεινολο... ελευθερόστομος [επίθ.]
ελεεινός [επίθ.] ελευθεροτέκτονας [ουσ αρσ ]
ελεεινότατος [επίθ.] ελευθεροτεκτονισμός [ουσ αρσ ]
ελεεινότερος [επίθ.] ελευθεροτυπία [θηλ.ουσ]
ελεεινότητα [θηλ.ουσ] ελευθεροφροσύνη [θηλ.ουσ]
ελεήμονας [επίθ.] ελευθερόφρων {ελευθερόφ...
ελεημονέστατος [επίθ.] ελευθέρωμα [ουσ ουδ.]
ελεημονέστατος [επίθ.] ελευθερώνομαι [ρ. παθ.]
ελεημονέστερος [επίθ.] ελευθερώνω {ελευθέρω-...
ελεημονέστερος [επίθ.] ελευθέρωση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: