Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελευθερώνομαι
ρήμα παθητικό 1 affrancarsi, liberarsi 2 sbrogliarsi, slegarsi ελευθερώνω ρήμα μεταβατικό 1 libera`re ελευθερώνω έναν αιχμάλωτo == liberare un ostaggio 2 ((figurato)) libera`re, scio`gliere ελευθερώνω ερώνω κάπoιoν από την υπόσχεσή του == sciogliere qualcuno da una promessa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |