Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελευθερωτής
ουσιαστικό αρσενικό liberato`re ~m~ ελευθερώτρα ουσιαστικό θηλυκό femminile raro di [ελευθερωτής ^-ή, ο^] ελευθερώτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ελευθερωτής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |