Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελεφαντόδοντο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 za`nna ~f~ d'elefa`nte
2 [ύλη] avo`rio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελεφάντινος ελεφαντοστό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---