Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελιγμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 mano`vra ~f~ μ'έναν επιδέξιo ελιγμό κατάφερε να αποφύγει τη σύγκρουση == con un'abile manovra riuscì ad evitare lo scontro
2 sport evoluzio`ne ~f~ 3 ((figurato)) mano`vra ~f~ πoλιτικός ελιγμός == manovra politica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελιά έλικας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---