Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελιτισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 siste`ma ~m~ socia`le elita`rio
2 comportame`nto ~m~ o atteggiame`nto ~m~ eliti`stico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελίτ ελιτιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---