Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελκυστικός  
επίθετο

1 trae`nte
2 ((figurato)) attrae`nte, affascina`nte ελκυστικό χαμόγελo == sorriso affascinante

ελκυστικότατος
επίθετο

superlativo di [ελκυστικός]

ελκυστικότερος
επίθετο

comparativo di [ελκυστικός]

ελκυστικώτερος
επίθετο

comparativo di [ελκυστικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελκυστικά ελκυστικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---