Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελκύομαι
ρήμα παθητικό ελκύω ρήμα μεταβατικό 1 σέρνω tira`re, trascina`re 2 (fϊg ) [γοητεύω] affascina`re, incant`are, attra`rre τo φως ελκύει τις πεταλούδες == la luce attrae le farfalle | με είλκυσε τo χιούμορ της == mi ha affascinato il suo umorismo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |