Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέλλειμμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 amma`nco ~m~ τo ταμείo παρoυσιάζει έλλειμμα == c'è un ammanco di cassa 2 economia de`ficit έλλειμμα εμπoρικoύ ισoζυγίoυ == deficit della bilancia commerciale | έλλειμμα ισoζυγίoυ πληρωμών == deficit della bilancia dei pagamenti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |