Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έλλειψη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 manca`nza ~f~ νιώθει έντονα την έλλειψη της μητέρας του == sente molto la mancanza della madre
2 manca`nza ~f~, asse`nza ~f~, insufficie`nza ~f~ έλλειψη χρόνου == mancanza di tempo | έλλειψη χρημάτων == mancanza di denaro
3 lacu`na ~f~, manca`nza ~f~ αυτό τo βιβλίο παρoυσιάζει πολλές ελλείψεις == questo libro presenta molte lacune geometria elli`sse ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελλείπω ελλειψογράφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---