Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελίσσομαι
ρήμα παθητικό 1 avvo`lgersi, attorciglia`rsi 2 ((figurato)) destreggia`rsi, muo`versi ξέρει να ελίσσεται επιδέξια == sa destreggiarsi abilmente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |