Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελίσσομαι
ρήμα παθητικό

1 avvo`lgersi, attorciglia`rsi
2 ((figurato)) destreggia`rsi, muo`versi ξέρει να ελίσσεται επιδέξια == sa destreggiarsi abilmente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελισαβετιανός ελίτ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---