Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 καρπός oli`va
2 δένδρο oli`vo ~m~, uli`vo ~m~ medicina neo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έλη ελιγμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---