Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελέφαντας  
ουσιαστικό αρσενικό

zoologia elefa`nte ~m~

ελεφαντίνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ελέφαντας ^-α, ο^]

ελέφας
ουσιαστικό αρσενικό

variante letteraria di [ελέφαντας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελευσίνιος ελεφαντένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---