Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέλεγχος
ουσιαστικό αρσενικό 1 contro`llo ~m~, veri`fica ~f~ έλεγχος διαβατηρίων == controllo dei passaporti | έλεγχος αποσκευών == controllo dei bagagli | πύργος ελέγχού == torre di controllo | χάνω τον έλεγχο του αυτοκινήτoυ == perdere il controllo della macchina | έλεγχος των φρένων αυτοκινήτου == verifica dei freni di una macchina 2 rimpro`vero ~m~, disapprovazio`ne ~f~, bia`simo ~m~ 3 scuola page`lla ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο έλεγχος για χρήση αναβολικών ουσιών = controllo [αρσ.] antidoping || ο έλεγχος διαβατηρίων = controllo [αρσ.] passaporti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |