Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελεεινολογούμαι
ρήμα παθητικό


ελεεινολογώ  
ρήμα μεταβατικό

compia`ngere, compassiona`re, commisera`re, compati`re ελεεινoλoγώ τη μοίρα μού == commiserare la propria sorte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελεεινά ελεεινός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---