Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελεγκτής
ουσιαστικό αρσενικό controllo`re ~m~ ελεγκτής εναέριας κυκλoφoρίας == controllore di volo ελέγκτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ελεγκτής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |