Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελευθερία
ουσιαστικό θηλυκό 1 libertà ~f~ ελευθερία λόγου == libertà di parola | ελευθερία γνώμης == libertà di opinione | ελευθερία σκέψης == libertà di pensiero | ελευθερία κινήσεων == libertà di movimento 2 libertà ~f~, indipende`nza ~f~ αγωνίστηκε για την ελευθερία της πατρίδας του == si è battuto per la libertà della sua patria 3 libertà ~f~, diritto ~m~ ατομικές ελευθερίες == libertà individuali | η ελευθερία του τύπoυ == la libertà di stampa 4 libertà ~f~, lice`nza ~f~ ελευθερία ηθών == libertà di costumi | καλή λευτεριά! == ti auguro che tutto vada bene! (detto ad una donna che sta per partorire) ελευθεριά ουσιαστικό θηλυκό variante popolare di [ελευθερία ^-ας, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |