Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέλεος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 miserico`rdia ~f~, pietà ~f~ ζητώ έλεος == chiedere pietà | είμαι στο έλεος της μοίρας == essere in balia / alla mercé della sorte 2 elemo`sina ~f~, carità ~f~ αδελφή του ελέούς == infermiera, sorella | τα ελέη του Θεού == ogni ben di Dio έλεος! επιφώνημα miserico`rdia! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |