Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ελευθεροτέκτονας
ουσιαστικό αρσενικό
masso`ne ~mf~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ελευθερόστομος
ελευθεροτεκτονισμός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ελευθεριάζω
{μτχ. ενεσ...
ελευθέριος
{-ου κ. -ί...
ελευθεριότητα
{χωρ. πληθ...
ελεύθερος
[επίθ.]
ελευθερόστομος
[επίθ.]
ελευθεροτέκτονας
[ουσ αρσ ]
ελευθεροτεκτονισμός
[ουσ αρσ ]
ελευθεροτυπία
[θηλ.ουσ]
ελευθεροφροσύνη
[θηλ.ουσ]
ελευθερόφρων
{ελευθερόφ...
ελευθέρωμα
[ουσ ουδ.]
ελευθερώνομαι
[ρ. παθ.]
ελευθερώνω
{ελευθέρω-...
ελευθέρωση
[θηλ.ουσ]
ελευθέρωσις
[θηλ.ουσ]
ελευθερωτής
[ουσ αρσ ]
ελευθερωτικός
[επίθ.]
ελευθερώτρα
[θηλ.ουσ]
ελευθερώτρια
{ελευθερωτ...
έλευση
{-ης κ. -ε...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis