Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διδάκτορας {(θηλ. διδ... δίδω Ρ αόρ. έδω...
διδακτορία [θηλ.ουσ] διεγείρομαι μππ. διεγε...
διδακτορικό [ουσ ουδ.] διεγείρω {διήγειρα,...
διδακτορικός [επίθ.] διεγερμένος [επίθ.]
δίδακτρα {διδάκτρων... διέγερση {-ης κ. -έ...
διδάκτωρ {διδάκτ-ορ... διεγέρσιμος [επίθ.]
διδασκαλία {διδασκαλι... διεγέρτης {διεγερτών...
διδασκαλίες [θηλ. ουσ πληθ.] διεγερτικό [ουσ ουδ.]
διδασκαλικός [επίθ.] διεγερτικός [επίθ.]
διδασκάλισσα {διδασκαλι... διεγκέφαλος {διεγκεφάλ...
διδάσκαλος {διδασκάλ-... διεδρικός [επίθ.]
διδάσκομαι [ρ. παθ.] δίεδρο [ουσ ουδ.]
διδασκόμενος [επίθ.] δίεδρος [επίθ.]
διδάσκω {δίδα-ξα (... διεζευγμένος [επίθ.]
διδάσκων {διδάσκ-ον... διεθνής {διεθν-ούς...
διδαχή [θηλ.ουσ] Διεθνής [θηλ.ουσ]
διδάχος [ουσ αρσ ] διεθνικότητα [θηλ.ουσ]
διδαχτικός [επίθ.] διεθνισμός [ουσ αρσ ]
διδιάστατος [επίθ.] διεθνιστής [ουσ αρσ ]
δίδραχμο {διδράχμ-ο... διεθνιστικός [επίθ.]
δίδυμα {διδύμ-ου ... διεθνίστρια [θηλ.ουσ]
διδυμογένεση {-ης κ. -έ... διεθνολογία [θηλ.ουσ]
Δίδυμοι {Διδύμ-ων,... διεθνολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
δίδυμος [επίθ.] διεθνοποιημένος [επίθ.]
δίδυμος [ουσ αρσ ] διεθνοποίηση {-ης κ. -ή...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: