Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιεθνιστής
ουσιαστικό αρσενικό internazionali`sta ~mf~ διεθνίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διεθνιστής ^-ής, ο^] 2 internazionali`sta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |